- αρέντα
- επίρρ. бегом, быстро
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Αρέντα — (Αστρον.). Αστεροειδής που οφείλει το όνομά του στην ομώνυμη προσωνυμία της Αφροδίτης. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,4, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και τη Γη, θα είχε… … Dictionary of Greek